Νίκος Λαάρης, ρεσιτάλ πιάνου

Ρεσιτάλ Πιάνου του Νίκου ΛαάρηΝίκος Λαάρης, ρεσιτάλ πιάνου

Παραλλάξ: Mozart, Eroica και Παραλλαγές-Φάντασμα

15 Φεβρουαρίου 2012 & ώρα 20:30 στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών στην αίθουσα Δημήτρης Μητρόπουλος:

Wolfgang Amadeus Mozart: Παραλλαγές K300e, «Ah, vous dirai-je maman»
Ludwig van Beethoven: Παραλλαγές «Eroica», έργο 35
Γιώργος Τσοντάκης: Παραλλαγές – Φάντασμα (Ghost Variations)
Νίκος Λαάρης πιάνο

Το πρόγραμμα εστιάζει στη φόρμα της παραλλαγής: Στο πρώτο μέρος παρουσιάζονται οι 12 παραλλαγές στο παιδικό τραγούδι „Ah! Vous di rai-je, Maman“ (φεγγαράκι μου λαμπρό) του Mozart, και οι 15 παραλλαγές και φούγκα op. 35, Eroica, του Beethoven. Στο δεύτερο μέρος τα φαντάσματα των Mozart και Beethoven στοιχειώνουν τις επικές Ghost Variations του ελληνοαμερικάνου συνθέτη Γιώργου Τσοντάκη. Το έργο, που προτάθηκε για βραβείο Grammy, έχει όμως και ελληνικές αναφορές: την “Βυζαντινή” ατμόσφαιρα της έναρξης, και το ξέφρενο σαντούρι του φινάλε.

Σχτικά με τον καλλιτέχνη:

Ο Νίκος σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών, στο Royal College of Music του Λονδίνου, και συνεργάστηκε με το Theater Ballet του Μονάχου. Του απονεμήθηκε ο τίτλος του διδάκτορα από το Manhattan School of Music της Νέας Υόρκης, όπου και δίδαξε πιάνο, θεωρητικά και παιδαγωγία. Πίσω στην Ευρώπη ολοκληρώνει τις σπουδές διεύθυνσης ορχήστρας στο Conservatorium van Amsterdam. Έχει εμφανισθεί σε χώρους όπως το το Carnegie Hall της Νέας Υόρκης και το South Bank Center του Λονδίνου και αποσπάσει κριτικές όπως: “Here is a fine artist, one incapable of making an ugly sound” “ένας εξαίρετος καλλιτέχνης, που του είναι αδύνατο να παραγάγει έστω και έναν άσχημο ήχο” (Stephen Pettit,The Times).

Συνέντευξη: Νικόλαος Λαάρης — «Η µουσική ήταν η γλώσσα µου και µου άνοιγε πόρτες»

Το ταξίδι του πιανίστα δεν σταµατά ποτέ και το «ντύνει» πάντα η µουσική.

Ο πατέρας µου ήταν παιδί της Κατοχής και του Εµφυλίου. Μετά τον Εµφύλιο έφυγε στην Αυστρία για να σπουδάσει Αρχιτεκτονική. Στον πολυσύχναστο δρόµο όπου έµενε για να συγκεντρωθεί άκουγε συνέχεια κλασική µουσική. Του οφείλω ευγνωµοσύνη που µε προέτρεψε: «Γίνε µουσικός για να είσαι ελεύθερος». Εκτός από την παρότρυνση του πατέρα µου, στη ζωή µου είχα µια µεγάλη ατυχία και τύχη µαζί. Είχα χρόνιο βρογχικό άσθµα, µε αποτέλεσµα να µην µπορώ να παίζω πολύ µε τα άλλα παιδιά και να περνάω πολλές ώρες στο σπίτι. Ετσι λοιπόν έγινα µουσικός. Το όνοµά µου είναι Νικόλαος Λαάρης. Γεννήθηκα το 1970 στη Μάνδρα Αττικής και περνούσα όλα µου τα καλοκαίρια στο χωριό του πατέρα µου, στην Αράχοβα. Μεγάλωσα στου Γκύζη, πήγα σε δηµόσιο σχολείο και ήµουν άριστος µαθητής. Θυµάµαι καλά το 1982, τη νέα εκπαιδευτική πολιτική που έφερε σε απόγνωση τους γονείς µου. Η νέα «φιλοσοφία» ήταν ότι όλοι ήµασταν καλοί, χωρίς να χρειάζεται να ιδρώνουµε. Αυτό, νοµίζω, έγινε επικρατούσα πολιτισµική σταθερά της κοινωνίας µας. Οταν όλοι θεωρούνται εξίσου καλοί, είναι επόµενο αυτός που θα κάνει την επιλογή να διαλέξει τον συγγενή του. Αυτή η πολιτική ισοπέδωσης ξεκίνησε τότε.

Ως µαθητής αισθανόµουν πολύ άνετα.
Αργότερα, ως έφηβος και ως νέος, αισθάνθηκα τον αποκλεισµό. Ηµουν ο άνθρωπος που δεν µπορούσε να καπνίσει και να καθήσει σε περιβάλλον όπου κάπνιζαν, λόγω του άσθµατος. Ετσι έγινα ο «περίεργος». Αυτό που δεν άλλαξε µε τα χρόνια ήταν η αγάπη µου για τη µουσική. Ηταν η αιτία που παράτησα το Πανεπιστήµιο. Είχα περάσει στην Αθήνα, στο Μαθηµατικό, και το άφησα στη µέση. ∆εν µετάνιωσα. Ετσι κι αλλιώς το κλίµα στο Πανεπιστήµιο θα το περιέγραφα ως «ο σώζων εαυτόν σωθήτω».

Το πιάνο ήταν επιλογή των γονέων µου. Το πρώτο πιάνο που είχα το αγόρασε ο πατέρας µου από τον πρεσβευτή των Ηνωµένων Πολιτειών, ο οποίος έφευγε και το πωλούσε. Πρέπει να ήταν το καλοκαίρι του 1977. Ηταν µάρκας Βούρλιντζερ, ένα τζαζ πιάνο, πραγµατικό κόσµηµα. Μετά πέρασα σε ένα ρωσικό πιάνο και στο τέλος σε γερµανικό – ήταν και το καλύτερο. Μάρκας Φέρστερ. Παράτησα το Πανεπιστήµιο και αφοσιώθηκα στο πιάνο. Εκείνα τα χρόνια συνέβη επίσης ένα «θαύµα»: έγινα καλά από το άσθµα. Χάρη στην εναλλακτική ιατρική. Υστερα από πολλά χρόνια έπαψα να είµαι εξαρτηµένος από τα χηµικά και τα φάρµακα. Και από τότε προσπαθώ να µην έχω εξαρτήσεις.

Στα 22 µου έδωσα εξετάσεις για να µπω στο Βασιλικό Μουσικό Κολέγιο στο Λονδίνο. Μετά την ακρόαση, ένας βρετανός ιδιώτης χορηγός µού ανακοίνωσε ότι θα χορηγήσει τις σπουδές µου. Εκπρόσωπος της Ballantine’s. Ετσι λοιπόν ξεκίνησε το ταξίδι µου. Το περιβάλλον όπου βρέθηκα ήταν δύσκολο και απαιτητικό. Στο Λονδίνο έκανα το ντεµπούτο µου µπροστά στο κοινό. Ελαβα εξαιρετικές κριτικές από τις µεγαλύτερες βρετανικές εφηµερίδες και αυτό µου άνοιξε πόρτες. Στο Λονδίνο οι παρέες µου ήταν κυρίως Ελληνες, επειδή ήθελα να µιλώ ελληνικά. Ετσι κι αλλιώς δεν χρειαζόµουν την άψογη γνώση της αγγλικής γλώσσας. Η γλώσσα στην οποία µιλούσα ήταν, κυρίως, η µουσική. Αργότερα, όταν αποφάσισα να κατευθυνθώ στον ακαδηµαϊκό τοµέα για να κάνω µάστερ, αναγκάστηκα να υιοθετήσω αυτό που θα λέγαµε «υποκρισία της γλώσσας»: ένα συγκεκριµένο ύφος της, όπως αυτό εκφραζόταν µέσα στο κατεστηµένο. Κατά τ’ άλλα στο Λονδίνο αισθάνθηκα σαν στο σπίτι µου. Το βιωµατικό µου δέσιµο µε την πόλη είναι πολύ βαθύ. Το Λονδίνο είναι ένα φοβερό κέντρο τέχνης και γραµµάτων και ρούφηξα την τέχνη του όσο µπόρεσα. Το θετικό µε το Λονδίνο ήταν ότι γινόσουν αποδεκτός για την αξία σου. Κάποια στιγµή όµως αισθάνθηκα τον εθνικισµό της κοινωνίας στον χώρο µου. Ενα πλαφόν που ως ξένος δεν επιτρέπεται ή δυσκολεύεσαι να περάσεις.

Υστερα από πέντε χρόνια στο Λονδίνο, µου δίνεται η ευκαιρία να δουλέψω στο Μόναχο, µε το Θεατρικό Μπαλέτο του Μονάχου. Εµεινα εκεί τρία χρόνια. Η διαφορά µεταξύ Λονδίνου και Μονάχου είναι ότι το Μόναχο είναι µια καθαρή πόλη και βαθιά πολιτισµένη. Στο Μόναχο ένιωθα πάντα περαστικός. Ισως γιατί παράλληλα πηγαινοερχόµουν στο Λονδίνο για το µεταπτυχιακό. Ηθελα να συνεχίσω την ακαδηµαϊκή µου καριέρα. Μετά το µεταπτυχιακό στο Λονδίνο, πήρα µια υποτροφία στη Νέα Υόρκη όπου έφθασα το 2002, όταν τα σηµάδια από την επίθεση στους ∆ίδυµους Πύργους ήταν ακόµη πολύ ορατά. Στη Νέα Υόρκη δούλεψα πολύ σκληρά και ένιωσα ότι ρίζωσα. Η Αµερική έχει επίσης πλαφόν, για όσους δεν είναι Αµερικανοί και λευκοί, αλλά είναι αόρατο και βρίσκεται πολύ πιο ψηλά από εκείνο των κοινωνιών της Ευρώπης. Στη Νέα Υόρκη άρχισα αµέσως να διδάσκω. Την τρίτη χρονιά έγινα λέκτορας. Οι συνθήκες στο Πανεπιστήµιο όπου βρισκόµουν, στη Μουσική Σχολή του Μανχάταν, αν και είναι από τις λιγότερο πλούσιες σχολές, κυµαίνονταν από ικανοποιητικές ως εκπληκτικές. Οσον αφορά τις βιβλιοθήκες, δεν έχω δει καλύτερες... Στη Νέα Υόρκη έµεινα οκτώ χρόνια και εκεί ανακάλυψα την ευρωπαϊκή µου ταυτότητα. Οι καλύτεροι φίλοι µου ήταν από την Ευρώπη. Και σε όλες αυτές τις περιπλανήσεις είχα πάντα στο µυαλό µου την επιστροφή στην Ελλάδα...

Το ταξίδι µού έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσω αληθινούς φίλους, Ελληνες και ξένους. Με εξέθεσε στον χώρο µου σε πολύ υψηλή τέχνη και µε ανάγκασε να µετρηθώ µαζί της. Να ανακαλύψω πόσο αλλάζει το κοινό από χώρα σε χώρα. Το αµερικανικό κοινό γελάει εκεί που ο Ευρωπαίος θα έµενε σιωπηλός. Οι Αµερικανοί είναι ίσως πιο ρηχοί αλλά και πιο ειλικρινείς από εµάς τους Ευρωπαίους. Ταξιδεύοντας ανακάλυψα επίσης ότι το τρένο και το αεροπλάνο είναι οι χώροι όπου έχω έµπνευση και µπορώ να γράφω, περισσότερο απ’ οποιοδήποτε άλλο µέρος. Αυτά τα σύµβολα του ταξιδιού είναι ο καθαρτήριος χώρος για µένα...

πηγή:(Μια πρόσφατη συνέντευξη του στο ΒΗΜΑ): http://www.tovima.gr/society/article/?aid=410279