Μετά τον Μικρό Πρίγκιπα της Ελένης Α. Ηλία*

  Γιάννης Μπάρτζης, Δρ. Λογοτεχνίας, Συγγραφέας

Με ένα καλαίσθητο βιβλίο από τον εκδοτικό οίκο Ηριδανός η Ελένη Ηλία ξαναφέρνει στην επικαιρότητα το διεθνώς αναγνωρισμένο και πολυαγαπημένο από κάθε ηλικιακή ομάδα παραμύθι του Εξυπερύ Ο Μικρός Πρίγκιπας. Ένα παραμύθι που αν και απευθυνόταν σε παιδιά τότε που γράφτηκε… συγκίνησε και συγκινεί κυρίως τους μεγάλους αναγνώστες σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, επειδή ακριβώς τους θύμισε και εξακολουθεί να τους θυμίζει (αφού τίποτα δεν έχει αλλάξει στα ανθρώπινα -δυστυχώς-) ότι έχουν απωλέσει την παιδικότητά τους, ότι έχουμε απωλέσει το χάρισμα που έχουν τα παιδιά, να βλέπουν τα πράγματα «με αφοπλιστική αθωότητα».

Η Ελένη Ηλία, παιδαγωγός με την πλήρη σημασία της λέξης, με το νέο της αυτό έργο απευθύνεται στους αναγνώστες, είτε είναι εκπαιδευτικοί είτε όχι, είτε είναι παιδιά είτε μετράνε σε ηλικία πλήθος δεκαετίες, και μας καλεί όλους σε μια πορεία αυτογνωσίας. Μας προτρέπει «να επιλέγουμε την παιδικότητα ως ενσυνείδητη στάση ζωής, ανεξάρτητα από τη βιολογική μας ηλικία», όπως έκανε και ο Εξυπερύ. Υιοθετώντας την οπτική της αθωότητας του Μικρού Πρίγκιπα, ανακάλυψε μέσα της την ξεχασμένη της παιδικότητα. Έδωσε μια ολότελα δική της προέκταση στο παλαιό παραμύθι και συνάμα δημιούργησε μια νέα ιστορία, που δεν είναι φανταστική, αφού τη βίωσε με την καρδιά και την ψυχή της. Και την έγραψε για να πραϋνει με το λόγο της την κάθε δύσκολη στιγμή, που ο καθένας μας μπορεί να αντιμετωπίσει στη ζωή του.

Το κείμενο είναι δομημένο σε μικρά κεφάλαια των δύο περίπου σελίδων, στα οποία ο ενημερωμένος αναγνώστης θα εντοπίσει αρκετούς σημειωτικούς παραλληλισμούς με την πρωταρχική αφήγηση του Εξυπερύ. Η ιστορία της Ελένης Ηλία ξετυλίγεται στο σημερινό κόσμο, σε μια παραλία… όπου όλα αρχίζουν με την παρουσία μιας αλεπούς, που θαρρείς και ξεπετάχτηκε από τις σελίδες του βιβλίου Ο Μικρός Πρίγκιπας.

Την αφήγηση διαπνέει ποιητικό ύφος. Οι εκφράσεις ζωντανεύουν ονειρικές εικόνες, με στόχευση στην ψυχή, στο συναίσθημα, στη λεπτή πλευρά των αισθημάτων των αναγνωστών. Εκεί που ο πιλότος πολέμου συναντά το μικρό ταξιδευτή του σύμπαντος και διδάσκεται από την απλότητα της σκέψης του, η  Ελένη Ηλία συναντιέται με «ένα κοριτσάκι ως πέντε-έξι χρονών, που την κοιτάζει σιωπηλό, με αφοπλιστική αθωότητα». Αν και βγαίνει μέσα από τη θάλασσα, «το δέρμα, τα μαλλιά, το φορεματάκι του έχουν παραμείνει εντελώς στεγνά». Στο ερώτημα «από πού έρχεται;» απαντά «από το νησί». Και στην ερώτηση «ποιο απ’ όλα τα νησιά;» μετά την ειλικρινή όσο και αφελή απορία της μικρής «Υπάρχουν πολλά;», εισπράττουμε την απάντηση «από το νησί με τον κήπο».

Οι παραλληλισμοί με το πρωτότυπο του Εξυπερύ είναι καταφανείς. Η Ελένη Ηλία φέρνει στο προσκήνιο της δικής της αφήγησης έναν κήπο, τον κήπο των παιδικών αναμνήσεων, τον «κήπο των αισθήσεων», όπως τον αποκαλεί. Εκεί ήταν εγκατεστημένο το παραμυθένιας υπόστασης κοριτσάκι, που προοδευτικά ανακαλύπτει ότι είναι το alter ego της, η απωλεσμένη παιδικότητά της, η ικανότητα που κάποτε ως παιδί είχε να βλέπει και να αντιμετωπίζει τα πράγματα, τα γεγονότα, τους ανθρώπους… με αθωότητα, με απλότητα, με ανυπόκριτη αγάπη και καλωσύνη.

Τζιτζίκια, πασχαλίτσες, μυρμήγκια, σαλιγκάρια, πεταλούδες είναι ο ζωντανός κόσμος σε αυτόν το μικρό παράδεισο, που τον στολίζουν ακακίες και τριαντάφυλλα. Η καρδιά του κήπου διαλαλούσε την αγάπη του για το κοριτσάκι, με τους ήχους των σκαλιστηριών των καλλιεργητών του. Ο κήπος παίρνει στο μύθο της Ελένης Ηλία διαστάσεις ενός χαμένου, παιδικού παραδείσου. Πολλές φορές προσπάθησε να επιστρέψει, να χαρεί την ομορφιά του, μα οι δεσμεύσεις της ενήλικης ζωής εμπόδιζαν αυτό το όνειρο. Μέσα στον κήπο των παιδικών χρόνων υπάρχει ένα σπίτι με σουρεαλιστικές διαστάσεις, που αλλάζει διαρκώς ενοίκους. Οι ένοικοι καθώς παρελαύνουν από το κεντρικό σκηνικό της δράσης, εκπροσωπούν τύπους και χαρακτήρες της νευρωτικής εποχής μας. Η παρουσία τους και η εχθρική προς τη φύση συμπεριφορά τους, φέρνει τρόμο στη μικρή ηρωίδα, που τους παρακολουθεί να βιάζουν την παλαιά ομορφιά του κήπου και να ανατρέπουν την πρότερή του γαλήνη. Είναι γκρινιάρηδες, εριστικοί, μικρόψυχοι, βιαστικοί, πολυάσχολοι, άχαροι… Σε έναν αρέσει να καταγγέλλει τους άλλους, να τον φοβούνται, θεωρεί ευτυχία να δυσκολεύει τη ζωή των συνανθρώπων του, άλλος λατρεύει να φαίνεται σπουδαίος. Το κοριτσάκι βλέποντας την καταστροφή των λουλουδιών και των δέντρων του κήπου από τους άπληστους χαρακτήρες των ενοίκων του σπιτιού, αντιδρά με κλάματα. Μα δεν ξέρει αν κλαίει για τα τσαλαπατημένα μοσχομπίζελα, για τα νεκρά τριαντάφυλλα ή για τον δυστυχισμένο άνθρωπο «που ποτέ του δεν είχε αγαπηθεί ούτε είχε ποτέ του αγαπήσει»…

Θα έλεγε κανείς ότι παρόμοιοι αρνητικοί χαρακτήρες εικονογραφούνται και στο πρωταρχικό παραμύθι του Εξυπερύ. Όμως το «μετά τον Μικρό Πρίγκιπα» της Ελένης Ηλία είναι ένα σημερινό παραμύθι. Δεν θα μπορούσαν λοιπόν να λείψουν και οι σύγχρονοι ανθρώπινοι τύποι, οι «χτυπημένοι» από την τεχνολογία της εποχής, όπως οι «κολλημένοι» στις οθόνες… μικρές, τηλεφωνικές, παιχνιδιών, μεγάλες, υπολογιστών, τηλεοράσεων… χίλιες δυο οθόνες που τους κρατούν σε μια εικονική πραγματικότητα απομακρυσμένη από την πραγματικότητα που βιώνουν καθημερινά οι συνάνθρωποί τους. Παιδιά και ενήλικοι προσηλώνονται στις οθόνες. Μένουν ασυγκίνητοι στην πανδαισία των χρωμάτων των φτερών των πεταλούδων, είναι κουφοί στα κελαηδίσματα των τζιτζικιών και των πουλιών, έχουν ξεχάσει τον περίπατο ανάμεσα στις ανθισμένες ακακίες.

Παρόντες στην αφήγηση της Ελένης Ηλία είναι και οι μανιώδεις καταναλωτές, οι παρασυρμένοι από τις δελεαστικές διαφημίσεις, που συσσωρεύουν άχρηστα προϊόντα και δεν νιώθουν ποτέ ικανοποίηση. Με τα πολλά που κουβαλούν, μετατρέπουν τον κήπο σε σκουπιδότοπο. Κι όταν έρχεται ο νέος ένοικος, ο διάσημος, και ξεριζώνει τη συκιά, για να φτιάξει αίθουσες υποδοχής, και κόβει τις ακακίες για να φτιάξει πισίνα, «στο κοριτσάκι δεν έχει απομείνει καμιά αγκαλιά για να κλάψει».

Μα όπως γίνεται στα καλά παραμύθια, οι γλάροι οδηγούν το πικραμένο κοριτσάκι μακριά από το λεηλατημένο κήπο του ονειρικού σπιτιού και το φέρνουν στην παραλία που συχνάζει η παράξενη αλεπού… και  το παρουσιάζουν στη συγγραφέα του νέου Μικρού Πρίγκιπα, «τη στιγμή ακριβώς που το είχε τόσο μεγάλη ανάγκη». Τη στιγμή της αγωνίας και του πόνου.

Η αίσθηση της χαμένης παιδικότητας, η αθωότητα, η απλότητα και η αγνότητα των αισθημάτων, η καθαρότητα της σκέψης του Μικρού Πρίγκιπα του Εξυπερύ και του μικρού κοριτσιού που βγήκε από τη θάλασσα στην παραλία της αλεπούς, επέδρασαν λυτρωτικά στην ψυχή της συγγραφέως που αφηγείται την ιστορία της σε πρώτο πρόσωπο, διδάσκοντας σε όλους μας την αισιόδοξη οπτική των πραγμάτων.

Η Ελένη Ηλία μέσα από τις σελίδες του Εξυπερύ πήρε ένα μεγάλο μάθημα ζωής. Όπως μας εξομολογείται και η ίδια στον Επίλογο του έργου της:

Από εκείνη τη στιγμή δεν έχω αποχωριστεί ποτέ το κοριτσάκι. Όπου και αν βρίσκομαι, είναι μαζί μου. Ανασαίνουμε τα μεθυστικά αρώματα του κήπου μας στην πόλη, σε χώρους κλειστούς, οπουδήποτε. Στα βλέμματα των ανθρώπων που ζουν γύρω μας προσπαθώ να ξεχωρίσω αν το κοριτσάκι μου είναι  ορατό. Ανεξάρτητα όμως από την ικανότητα των άλλων να το διακρίνουν, αυτό δεν με εγκαταλείπει ποτέ.

 * Από την παρουσίαση του βιβλίου, που πραγματοποιήθηκε στο Πνευματικό Κέντρο Λουτρακίου, την Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2013.